- ὠδῖν'
- ὠδῖνα , ὠδίςpangsfem acc sgὠδῖνι , ὠδίςpangsfem dat sgὠδῖνε , ὠδίςpangsfem nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωδίν — ῑνος, ἡ, Α βλ. ωδίς … Dictionary of Greek
λειπώδιν — λειπώδιν, ινος, ἡ (Α) (στο λεξ. Σούδα) (για γυναίκα τής οποίας έχει περάσει η εποχή τής τεκνογονίας) αυτή που έχει απαλλαγεί από τις ωδίνες τού τοκετού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειπ τού λείπω + ώδιν (< ὠδίς, ῖνος«πόνος τού τοκετού»), πρβλ. απειρ ώδιν … Dictionary of Greek
ευώδιν — εὐώδιν, ινος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που ωδίνει, που γεννά εύκολα, γόνιμος 2. επίθ. τής Δήμητρας 3. παθ. αυτός που γεννήθηκε εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ωδίν, ος «πόνος τοκετού»] … Dictionary of Greek
φλυσσώσα — Α (κατά τον Ησύχ.) «μαινομένη». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ρ. φλύω / φλύζω με σημ. «φλυαρώ» (βλ. λ. φλύω), μέσω μιας σημ. «λέω λόγια οργισμένα, παραληρώ», και αποτελεί τη μτχ. ενός αμάρτυρου ενεστώτα *φλυσσῶ σχηματισμένου από το ρ. φλύσσω (βλ … Dictionary of Greek
ωδίς — η / ὠδίς, ῑνος, ΝΜΑ, και ὠδίν, ῑνος, Α (συν στον πληθ.) οι ωδίνες και αἱ ὠδῑνες οι πόνοι τού τοκετού μσν. επινόηση, εφεύρεση αρχ. 1. τέκνο που γεννιέται με πόνους («παῑδα, φιλτάτην ἐμοὶ ὠδῑνα», Αισχύλ.) 2. σφοδρός πόνος, οδύνη 3. επίπονο έργο τού … Dictionary of Greek
ԵՐԿՆ — (կան, կամբ. երկունք, կանց, ամբք.) NBH 1 0695 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 12c, 13c գ. ԵՐԿՆ ԵՐԿՈՒՆՔ. ὡδίν, ὡδύνη dolor parturientis, anxietas Ճիգն եւ ցաւ ծննդականի, որպէս ծայրագոյնն յերկս աարժանելիս. տղաբերքի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)